- φιλοθηρία
- η страсть ж охоте
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φιλοθηρία — φιλοθηρίᾱ , φιλοθηρία love of the chase fem nom/voc/acc dual φιλοθηρίᾱ , φιλοθηρία love of the chase fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοθηρία — η, ΝΑ [φιλόθηρος] αγάπη για το κυνήγι … Dictionary of Greek
φιλοθηρίαν — φιλοθηρίᾱν , φιλοθηρία love of the chase fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)